Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ο Τσεβάς

       Aκατάλυπτες κουβέντες βγαίνουν απ΄το στόμα του, δίκην ηφαιστείου. ΄Αλλες κοφτερές σαν μαχαίρι, άλλες γάργαρες σαν νεράκι, κι άλλες σπασμένα βράχια.
 Ηλίου φαεινότερο πως αυτό που λέει το ζει. Μιλάει για κάτι που τον έχει σημαδέψει.
  ''Δεν έπρεπε...'' ψελλίζει.
  Κάθε τρεις και λίγο λέει ''δεν έπρεπε...'' και μετά λόγια μπερδεμένα σαν ζυμάρι με τον χρόνο.       Μουγκρητό, απόγνωση κιότεμα....
  Άν είχαν χρώμα θα ήταν γκρι απροσδιόριστο...
   Καθισμένος στο πρώτο απ΄τα τρία σκαλοπάτια της παλιάς ξύλινης πόρτας, σ΄ένα ερειπωμένο σπίτι.
   Φορούσε κουστούμι, παράταιρο πουκάμισο και γραβάτα με λαχούρια, έξω απ΄το κουμπωμένο σακάκι.
   Δοσμένα ρούχα κάποιου μακαρίτη. Σουλούπωναν ένα κορμί σπασμένο καράβι...
    Πρόσωπο ηλιοκαμένο, διπλοοργωμένο με φθινοπωριάτικες ρυτίδες, έντονα χείλη ξεπλυμένα απ΄την αβόλευτη γλώσσα και δυο μάτια αραχνιασμένοι φεγγίτες..